εναγκυλώ

εναγκυλώ
ἐναγκυλῶ (-άω και -έω και -όω) (Α)
προσαρμόζω αγκύλη στο ακόντιο για να τό εξακοντίσω (α. «ἐχρῶντο δὲ αύτοῑς ἀκοντίοις ἐναγκυλῶντες», Ξεν.
β. «ἐναγκυλοῡντας τὰ ῥιπτόμενα βέλη», Διόδ. Σικ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”